- μεταναστεύσει
- μεταναστεύωremoveaor subj act 3rd sg (epic)μεταναστεύωremovefut ind mid 2nd sgμεταναστεύωremovefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Σκλαβηνοί — οἱ, Μ (στο Βυζ.) τα ημινομαδικά σλαβικά φύλα που είχαν μεταναστεύσει στις βόρειες περιοχές τού Δούναβη … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
παρσιστής — ο [παρσισμός] συν. στον πληθ. οι παρσιστές ομάδα Ινδών οπαδών τού ζωροαστρισμού που προέρχονται από Πέρσες ζωροαστριστές οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Ινδία για να αποφύγουν τους διωγμούς από τους μουσουλμάνους … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Άπουλοι — Αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής ιταλικής περιοχής Απουλίας, οι οποίοι, κατά την παράδοση, όπως αυτή αναφέρεται από Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς (Εκαταίος, Πλίνιος κ.ά.), είχαν μεταναστεύσει εκεί από την ανατολική ακτή της Αδριατικής περίπου το… … Dictionary of Greek
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek
Βέμπερν, Άντον φον- — (Anton von Webern, Βιέννη 1883 – Σάλτσμπουργκ 1945). Αυστριακός συνθέτης. Σπούδασε μουσικολογία με τον Γκουίντο Άντλερ στην Ακαδημία της Βιέννης, απ’ όπου και πήρε το σχετικό δίπλωμα. To 1902 στάθηκε το κρισιμότερο έτος της ζωής του, καθώς… … Dictionary of Greek